- γεωργησιμος
- γεωργήσιμος2пригодный для обработки Polyb.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
γεωργήσιμος — tilled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργήσιμος — η, ο (AM γεωργήσιμος, ον) [γεωργώ] ο κατάλληλος για καλλιέργεια, καλλιεργήσιμος … Dictionary of Greek
γεωργήσιμον — γεωργήσιμος tilled masc/fem acc sg γεωργήσιμος tilled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργησίμοις — γεωργήσιμος tilled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργησίμῳ — γεωργήσιμος tilled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργήσιμα — γεωργήσιμος tilled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)